κομψός — nice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτός: Κομψό ντύσιμο. – Κομψά έπιπλα στόλιζαν την αίθουσα. 2. νόστιμος, χαριτωμένος: Αρκετοί νέοι μας έχουν κομψή συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομψά — κομψός nice neut nom/voc/acc pl κομψά̱ , κομψός nice fem nom/voc/acc dual κομψά̱ , κομψός nice fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότερον — κομψός nice adverbial comp κομψός nice masc acc comp sg κομψός nice neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψοτέρων — κομψός nice fem gen comp pl κομψός nice masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψοτέρως — κομψός nice adverbial comp κομψός nice masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψῶν — κομψός nice fem gen pl κομψός nice masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψόν — κομψός nice masc acc sg κομψός nice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότατα — κομψός nice adverbial superl κομψός nice neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότατον — κομψός nice masc acc superl sg κομψός nice neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)